- κάταντλος
- κάταντλος, -ον (Α)ο πλημμυρισμένος από νερά («κάταντλον σκάφος», Πολυδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἄντλος / ἄντλον «κύτος τού πλοίου»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κάταντλον — κάταντλος masc/fem acc sg κάταντλος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)